περιαιρετός

περιαιρετός
περιαιρ-ετός, ή, όν,
A that may be taken off, removable, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Th.2.13;

κόσμος Paus.1.25.7

;

προσωπεῖον Luc.Pr.Im.3

, cf. Plu.2.828b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιαιρετός — ή, ό / περιαιρετός, ή, όν, ΝΑ [περιαιρώ] αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» η ανεμόσκαλα β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.) …   Dictionary of Greek

  • περιαιρετόν — περιαιρετός that may be taken off masc acc sg περιαιρετός that may be taken off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρετούς — περιαιρετός that may be taken off masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρετῆς — περιαιρετός that may be taken off fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρετῷ — περιαιρετός that may be taken off masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”